- βρυσομάννα
- η1) большой водный источник; исток; 2) перен. источник благополучия
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μάννα — Ονομασία τροφής την οποία, σύμφωνα με την Αγία Γραφή, έστειλε ο Θεός στους Εβραίους κατά την περιπλάνησή τους στην έρημο του Σινά. Λέγεται ότι η λέξη προήλθε από τη φράση «μαν χου» (= τι είναι αυτό;) με την οποία υποδέχτηκαν οι Ιουδαίοι τη θεϊκή… … Dictionary of Greek